- ἐγέλασα
- γελάωlaughaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γελασιάρης — ρα, ρικο ο γελαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γελώ, διά τού αορ. εγέλασα] … Dictionary of Greek
δακώ — ( άω) δαγκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εδάκασα, αόρ. τού δακάνω, κατά το σχήμα εγέλασα γελώ, εχάλασα χαλώ) … Dictionary of Greek
ξεγελώ — άω παραπλανώ, εξαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ γελῶ (αόρ. ἐξ εγέλασα) βλ. κατάλ. ξ(ε) ] … Dictionary of Greek
περικοκκάζω — Α περιγελώ, κοροϊδεύω κάποιον («ἐγέλασα... ἀπεπυδάρισα μόθωνα, περιεκόκκασα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού περικοκκύζω] … Dictionary of Greek
πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ … Dictionary of Greek